ηλιοβασίλεμα

ηλιοβασίλεμα
gunesin batιsι, gurup

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοβασίλεμα — και λιοβασίλεμα, το (Μ ἡλιοβασίλευμαν και ἡλιοβασίλεμαν) το βασίλεμα τού ήλιου, η δύση τού ήλιου, το λιόγερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βασίλε(υ)μα (< βασιλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • απονωρίς — επίρρ. 1. νωρίς, εγκαίρως 2. πριν απ το ηλιοβασίλεμα …   Dictionary of Greek

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • γέρμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 31 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις νότιες απολήξεις του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * το [γέρνω] 1. η κλίση προς τα κάτω 2. (για τον ήλιο) δύση,… …   Dictionary of Greek

  • γεωσκοπία — η 1. η εξέταση τής σύστασης τής γης και τών φυσικών φαινομένων που συντελούνται στο εσωτερικό της (μαγνητισμός, πίεση κ.λπ.) 2. είδος μαντικής, που εξετάζει τις αποχρώσεις που παίρνει η γη τα χαράματα και το ηλιοβασίλεμα …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοβούτημα — το η δύση τού ήλιου, το ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βούτημα (< βου τώ)] …   Dictionary of Greek

  • ηλιόγερμα — και λιόγερμα, το το ηλιοβασίλεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γέρμα (< γέρνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”